νειλόβροχος

νειλόβροχος
νειλόβροχος, -ον (Α)
(για χώρα ή αγρό) αυτός που ποτίζεται από τον Νείλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νείλος + -βροχος (< βροχή ή βρέχω) πρβλ. ελαιό-βροχος, μυρό-βροχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νειλοβροχώ — νειλοβροχῶ, έω (Α) [νειλόβροχος] παθ. νειλοβροχοῡμαι, έομαι καλύπτομαι, πλημμυρίζομαι από τα νερά τού Νείλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”